- κρασπεδώνω
- (Α κρασπεδῶ, -όω) [κράσπεδον)περιβάλλων κάτι με κράσπεδονεοελλ.κατασκευάζω κράσπεδο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρασπεδώνω — κρασπέδωσα, κρασπεδώθηκα, κρασπεδωμένος, κατασκευάζω κράσπεδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρασπέδωση — η η περιβολή με κράσπεδο ή η κατασκευή κρασπέδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρασπεδώνω. Η λ., στον λόγιο τ. κρασπέδωσις, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek